δολίου

δολίου
δόλιος
crafty
masc/neut gen sg
δόλιος
crafty
masc/fem/neut gen sg
δολιόω
deal treacherously with
pres imperat act 2nd sg
δολιόω
deal treacherously with
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Δολίου — Δόλιος crafty masc gen sg Δολίος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δολιότητα — η (AM δολιότης) η ιδιότητα τού δόλιου, απάτη, πανουργία νεοελλ. δόλια πράξη …   Dictionary of Greek

  • Μελανθώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Δόλιου και αδερφή του Μελάνθιου, βοσκού του Οδυσσέα. Ήταν θεραπαινίδα της Πηνελόπης και ερωμένη του μνηστήρα Ευρύμαχου. Μετά τη δολοφονία των μνηστήρων απαγχονίστηκε με διαταγή …   Dictionary of Greek

  • δολιότητα — η η ιδιότητα του δολίου, η ανειλικρίνεια, η πανουργία: Ο συνάδελφός μου συμπεριφέρθηκε με δολιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”